- χολερικά
- χολερικόςofneut nom/voc/acc plχολερικά̱ , χολερικόςoffem nom/voc/acc dualχολερικά̱ , χολερικόςoffem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… … Dictionary of Greek
Πατσίνι Φίλιππος — (Pacini, 1812 – 1883). Ιταλός ανατόμος. Από νεαρή ηλικία τον απασχολούσε πολύ η ανατομία, γι’ αυτό και σύχναζε στη χειρουργική σχολή της Φλωρεντίας. Το 1830 άρχισε να μελετά συστηματικά ανατομική, και το 1835, σε ηλικία 23 ετών, υπέβαλε στην… … Dictionary of Greek